Posts

Showing posts from 2008

Νίκος- Αλέξης Ασλάνογλου

Οι ξεχασμένοι ποιητές Οι ξεχασμένοι ποιητές δεν έφυγαν, φυλλορροούν σε όλες τις συνοικίες της πρωτεύουσας στους κήπους της Δεξαμενής και στο Βοτανικό και στους συνοικισμούς του Πειραιά μέχρι τα κρηπιδώματα του λιμανιού, και στα παλιά διώροφα αργοσβήνουν Οι ποιητές της σκοτεινής παράδοσης ενέδωσαν εις πείσμα των καιρών καταρρακώνουν τα καινούρια σχήματα και ταξιδεύουνε προς την αντίθετη φορά προς τους κατάφωτους συνοριακούς σταθμούς στα ακραία φυλάκια

Διάλογος με το χρόνο

Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για φίλους που μας πρόδωσαν Για ανθρώπους που μείνανε σκιές Για φώτα που σβήσανε καθώς περπατάγαμε στην τροχιά τους Για δρόμους που γκρεμίστηκαν και φτιάξανε γκρεμούς για να χωράμε να Πέφτουμε Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για εκείνες τις πόλεις που μας φιλοξένησαν Μα τώρα δεν υπάρχουν πια Για κείνες τις πόλεις που χάθηκαν μες στην ομίχλη του χρόνου Και το μόνο που έμεινε από δαύτες είναι η μυρωδιά από σάπια σάρκα να τριγυρνάει στα ρουθούνια σαν απουσία Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τα πάθη που μας κυνήγησαν και που κυνηγήσαμε κι εμείς Για τις γωνιές που φτιάξαμε να συναντιόμαστε σε παλιές φωτογραφίες χαμογελώντας στο μέλλον Για τις πόρτες που κλείσαμε πίσω χωρίς να κοιτάξουμε την προσμονή στα μάτια εκείνης που χάσαμε Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, πάντα έρχεται η ώρα αυτή, σε μια γλώσσα αλλιώτικη στο βασίλειο του χρόνου υπήκοοι και εξόριστοι παρέα πιασμένοι σε μια προσευχή για να ζητήσουμε το έλεος με τα σημάδια στις παλάμες να ψηλαφίζουν άλλες μνήμες

Jack Kerouac

Image
"Τι είναι αυτό το συναίσθημα που σας σφίγγει όταν φεύγετε με τ’ αμάξι αφήνοντας πίσω σας ανθρώπους που τους βλέπετε να μικραίνουν μέσα στην πεδιάδα μέχρι που τελικά εξαφανίζονται; Είναι ο απέραντος κόσμος που μας βαραίνει κι είναι ο αποχαιρετισμός. Παρ’ όλ’ αυτά στρέφουμε προς τα μπρος, για την επόμενη τρελή περιπέτεια κάτω απ’ τους ουρανούς." (σελ. 203) Jack Kerouac “Στο Δρόμο” (Μετάφραση: Δήμητρα Νικολοπούλου, Εκδόσεις: ΠΛΕΘΡΟΝ) Πίνακας από εδώ

Seven (7)

Μετά από την πρόσκληση της Αγγελίνας την οποία και ευχαριστώ ιδού η δική μου συμμετοχή στο χαριτωμένο παιχνίδι με το συμβολικό αριθμό 7! Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν ως εξής: Βάλε Link (σύνδεση) προς το άτομο που σε έκανε tag. Γράψε 7 αλήθειες για σένα στο blog σου, κάποιες κοινές, κάποιες περίεργες. Κάνε tag 7 άτομα στο τέλος της ανάρτησης βάζοντας τα ονόματα τους και links προς το blog τους. Ειδοποίησε τους ότι τους έχεις κάνει tag αφήνοντας σχόλιο στο blog τους. Ιδού λοιπόν η δική μου επτάδα 1) Μου αρέσει να κλείνω τα μάτια μου καθώς περπατώ μόνος τη νύχτα στο δρόμο (όχι όταν έχει κίνηση βεβαίως!) 2) Απολαμβάνω το καλό φαγητό με καλή παρέα 3) Ένα καλό βιβλίο μπορεί να γίνει η καλύτερη συντροφιά μου 4) Ως εκ τούτου, ξοδεύω τα περισσότερα χρήματα μου στο φαγητό και στα βιβλία 5) Βαριέμαι εύκολα 6) Έχω μια συνεχή ψευδαίσθηση ασφάλειας 7) Δεν απολαμβάνω ιδιαίτερα τα blogoπαιχνίδια ! Και επειδή πρέπει να σύρω κι άλλους 7 σε αποκαλύψεις, προσκαλώ αν θέλουν να γράψουν 7 αλήθειες γι

Αισιόδοξη μελαγχολία

Image
Να ξεκινήσεις ένα πρωί να φύγεις έτσι όπως δεν έκανες ποτέ Να αφήσεις πίσω σου πρόσωπα, πράγματα, το καθαρό κρεβάτι σου Να προχωράς χωρίς να ξέρεις που πας ούτε γιατί φεύγεις Κάθε μέρα να είναι μια καινούρια αρχή στο τίποτα Έτσι θα ξανάρχιζες τη ζωή σου Σα να γεννιέσαι πάλι ξένος Τι ευτυχία θα ήτανε να μπορούσες να ξεβολευτείς για λίγο Να πεις δε θέλω τίποτα από κανέναν Σας τα χαρίζω τα λεφτά και τις δουλείες σας Σας τους χαρίζω τους έρωτες και τις αγάπες Σας χαρίζω την ευτυχία μου Κι έτσι γυμνός και μόνος Διαβάτης της ζωής να μην νοιαστείς για τίποτα

Aιώνια νύχτα

Μια νύχτα παραδομένη στην κίνηση του δρόμου μια νύχτα χωρίς υγρασία μόνο ξηρή υπομονή μια νύχτα σαν όλες τις άλλες που δε μπορείς να μιλήσεις παρά μόνο με πέντε λέξεις χωρίς στολίδια, χωρίς περιττά λόγια λέξεις που γλιστρούν και χύνονται σαν διαλυμένες καρικατούρες Ισορροπία πάνω στον κρυμμένο εαυτό στην ξύλινη πόρτα της τυφλής απομόνωσης τυφλόμυγα με τα κλειστά μάτια της αδιάφορης σιωπής Που ξεκινά και που φθάνει αυτό το ταξίδι; Κουβαλώντας την προκρούστεια σοφία στη μέση της διελκυστίνδας ακίνητος, σχεδόν δεμένος, μπροστά στο πρόσωπο της νύχτας νιώθω το αβέβαιο παρελθόν που με προσπέρασε οσμίζομαι τον φόβο στο μέλλον του δικού μου βίου Ίσως να είναι όλα μια ψευδαίσθηση χαμένη κάπου σε ένα χωροχρόνο ανύπαρκτο ελάχιστα κουλουριασμένη σε έναν κόκκο άμμου σα μια ιδέα ενός νου κενού και στρεβλωμένου Η νύχτα επιτείνει το μαύρο χρώμα της βροχής το ποτάμι της πόλης πνίγει συναισθήματα και η κούραση λυτρώνει τις αναζητήσεις Το αύριο θα φέρει μια καινούρια νύχτα

Αντανάκλαση

Έχει ο χρόνος ένα ξυράφι κι όλο ξύνει τις πληγές ξεραμένα ενθύμια στο γκρεμό της αναπόλησης Έχει η μνήμη ένα χαρτί χαράσσει απάνω του αυλάκια να κυλούν ποτάμια δάκρυα σπαρμένα στο λυγμό μιας μουσικής Έχει η ζωή ένα μαύρο χαμόγελο να γελάει σαν κλάμα σκοτεινή εικόνα σε ένα γαλάζιο, κρύο, ουρανό Έχει η αλήθεια ένα καθρέφτη να βλέπει πρόσωπα σπασμένα ρωγμές σαν ψέμα σε μια ύπαρξη σκιώδη Έχεις εσύ ένα όνειρο να το κρατάς σφιχτά στη χούφτα σαν κοιμάσαι ασφυκτικά δεμένο γύρω απ’ το λαιμό ενός κλαυσίγελου Κι έχω εγώ μονάχα ένα μολύβι για να σκαλίζω τη ζωή στην άκρη του

Σκιές

Κάποια στιγμή όλοι θα σ’ αφήσουν Ο ύπνος θα ‘ρχεται κουλουριασμένος Κι εσύ θα κλείνεις το στόμα σου Να μη βγει η σιωπή Από τα τόξα των ξεραμένων ματιών σου Κάποτε όλοι φεύγουν Ο ουρανός σκοτεινιάζει Για να νυχτώσει την αναχώρηση Πίσω από τις γρίλιες Στην κόγχη περασμένων καλοκαιριών Οι λέξεις θα χαθούν Σαν κουμπιά Δεμένα χαλαρά Στα χέρια που μας άφησαν Κάποτε όλοι φεύγουν Ακόμα κι εκείνοι που δεν γύρισαν Η ησυχία αναμετράται με τον κρεμασμένο χρόνο Δίπλα στη ζέστη απ΄το καντήλι Με το λάδι και το φυτίλι Κάποτε ακόμα και τα όνειρα χάνονται Κάτω απ’ το μαύρο χρώμα της σκιάς αυτών που φύγαν

Το φόρεμα της νύχτας

Σε κοιτάζω από ψηλά Όταν ο ήλιος πέσει θα γίνεις μια αναλαμπή αέρινη για να σκεπάσεις κάθε σκοτεινή εικόνα που κατακάθεται σα σκόνη παλιά στο μυαλό μου Περπατάς Κι εγώ μαζί σου Τα μάτια μου τρέχουν κυνηγημένα η ίδια η ζωή περνά από μπροστά μου Τα μαλλιά σου είναι πλεγμένα ανάμεσα σε δυο δάχτυλα πορεύεται o ήχος της νύχτας με τον ήχο των βημάτων σου τα δάχτυλα σου είναι το όπλο σου δυο κάννες που στοχεύουν ψηλά στον ουρανό η νύχτα είναι ο συνεργός σου φορεμένη στα νεανικά κορμιά κομμένα ρετάλια και γάζες φιμώνουν τα σώματα της καληνύχτας τα μάτια μου τρέχουν κι η ζωή περνά

Άραγε που πάνε οι παλιές αγάπες;

"Δεν ξέρω αν φεύγεις, τώρα, για το λίγο μου ή αν αυτό που νιώθω ήταν πολύ πολύ για σένα, πολύ για σένα" Get this widget | Track details | eSnips Social DA Τραγούδι: Πυξ-Λαξ Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο στίχοι: Μάρω Βαμβουνάκη, Μουσική: Φίλιππος Πλιάτσικας

Ως που θα πάει

Βουίζουν τα λόγια στα αυτιά μου έρχονται και φεύγουν από άλλες συχνότητες είμαι μπλεγμένος σχεδόν ανύπαρκτος σε μια πραγματικότητα μου με ρουφάει ως που θα πάει... τα γέλια είναι πόνος στα κόκαλα κι η υγρασία στα κόκαλα πόνος είναι και τρόπος να θυμάμαι αυτά που έχω ξεχάσει από καιρό πλέον Μια ευθεία γραμμή με διαγράφει και το μελάνι της χύνεται στα γραφτά μου οι ώρες περνούν σαν τρελές απ' τα χέρια μου κι εγώ βυθίζομαι είναι κατάρα σκέφτομαι είναι κατάρα να ξυπνάς και να μην ξέρεις από που να αρχίσεις να ισιώνεις τα στραβά αυτά που ίσιωσες εχθές προχθές αντιπροχτές ως που θα πάει.... Συνάζω ένα ένα κομμάτια από σπασμένα τζάμια θα τα ενώσω να φτιάξω ένα παράθυρο να βλέπω από μακριά τις ρυτίδες των ανθρώπων τις βαθιές χαρακιές πάνω στη διαυγή επιφάνεια της σάρκας ένα παράθυρο-καθρέφτη της ψυχής μου από μακριά να κλείνομαι και να αγναντεύω τον πόνο σου και τον δικό μου πόνο

Η μάνα

Image
Γλείφω τη ρόγα της συνείδησης, ένα κόκκινο γλειφιτζούρι που ξεχνιέμαι, η αιχμή του δόρατος, να ματώνω πάνω του τη γλώσσα μου, μας το ‘δωσε κάποτε για δώρο ένας μαύρος ουρανός˙ λίγο πριν πέσουμε, θηλάσαμε απ’ το στήθος άσπρες σταγόνες γάλα Μια μάνα, νεκρή πλέον, ψάχνει το μωρό της στο σταυρό τα δάκρυα της ανασκαλεύουν τις πληγές μας Που θα βρούμε μια μάνα να κλάψει για μας τώρα που οι μάνες δε μας θηλάζουν πια και τα δάκρυα μεγάλωσαν κι αυτά και δε συγχωρούνται Μη κλαις˙ τα δάκρυα της είναι καρφιά στα χέρια που μας άγγιξαν, θα αναστηθεί μη κλαις Χωμένοι μες στη χοάνη του κενού αλλάζουμε μες στους αιώνες Κρεμασμένοι στο αντίπερα παράλληλο σύμπαν εγώ αλλάζω, εσύ με αλλάζεις, αυτός σε αλλάζει εμείς σε αλλάζουμε αυτοί μας αλλάζουνε εμείς τους αλλάζουμε και που θα βρούμε, τώρα, άλλες Μαγδαληνές; τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον; να γεμίσουν με τη λαγνεία τους τις μέρες εκείνες που η αγάπη μας πρόδωσε να γίνουν οι μαυροφορεμένες αγίες μας, που αγάπησαν πολύ και μας αγάπησαν, αμαρτωλές κι αγνές γ

Η μάχη των λέξεων και των ανθρώπων

"Pink Floyd- Us And Them"

Us, and them And after all we're only ordinary men. Me, and you. God only knows it's noz what we would choose to do. Forward he cried from the rear and the front rank died. And the general sat and the lines on the map moved from side to side. Black and blue And who knows which is which and who is who. Up and down. But in the end it's only round and round. Haven't you heard it's a battle of words The poster bearer cried. Listen son, said the man with the gun There's room for you inside. "I mean, they're not gunna kill ya, so if you give 'em a quick short, sharp, shock, they won't do it again. Dig it? I mean he get off lightly, 'cos I would've given him a thrashing - I only hit him once! It was only a difference of opinion, but really...I mean good manners don't cost nothing do they, eh?" Down and out It can't be helped but there's a lot of it about. With, without. And who'll deny it's what the fighting's all a

Τέταρτη διάσταση

Η κάθε μέρα έρχεται ίδια με τη προηγούμενη, ο χρόνος, λέει, κατοικεί γύρω μας, ποτέ δε περνά ˙ αιωρείται πάνω απ’ τα κεφάλια μας καπνίζει απ’ το τσιγάρο μας, τρώει απ’ το φαί μας, πίνει απ’ το νερό μας, το βράδυ πέφτει για ύπνο δίπλα μας κι εμείς παλεύουμε με τα φαντάσματα του παρελθόντος στα όνειρα μας

Αναίτια

Πλυμένο το χώμα στη φλοίδα της γης, εσύ, τόσο διαφορετική, σχεδόν ανύπαρκτη, στο ρόλο της λησμονιάς , το χέρι μου ακουμπά στο πρόσωπο σου˙ κρατά ακόμα λίγη απ’ τη θέρμη σου, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος σμίγει με την ανάμνηση του σώματος σου Όλα αλλοιώνονται τα συναισθήματα μας, οι σκέψεις μας, οι άνθρωποι, το πρόσωπο σου στο σημείο που ακούμπησα Με τα χέρια στο μέλλον και με το μέτωπο ακουμπισμένο στο παρόν, έθαψα πίσω μου μια ελπίδα κάποτε να ανθίσει, μάτια βαμμένα απ’ τη σκιά της αναμονής, χωρίς να περιμένουν τίποτα, μόνο ένα κομμάτι γης ν’ αναστηθούν

Το γρανάζι

Το κρύο σχηματίζει μια δεμένη απορία στο παλτό μου, το θλιμμένο πεζοδρόμιο αραδιάζει ένα σωρό ιστορίες, στα αυτιά μου βουίζει και πάλι ο ήχος μιας πληγής που είχα κρατήσει κλειστή, τώρα πάλι αιμορραγεί˙ δεν είναι δικό μου το χρέος, είναι βράδυ κι είμαι απλά φοβισμένος Νιώθω την κρύα ανάσα της γης στο πρόσωπο μου, στο δέρμα μου δεν υπάρχει πια εαυτός μόνο συλλογική ευθύνη, πρέπει να κρατηθώ, όμως τ’ αστέρια μοιάζουν τόσο μακρινά κι είναι ένας ρομαντισμός που δε θα μου επέτρεπα ποτέ Όλα γίνονται τόσο ανούσια κι αστεία που τελικά προτιμώ να κολλήσω πάνω τους, το μυαλό μου είναι πλέον λιωμένο καύσιμο η μηχανή με ρουφά, το γρανάζι τρίζει, κι εγώ γυρίζω με σπασμένα δόντια όλο γυρίζω 11/01/2008

Καληνύχτα - Σωκράτης Μάλαμας

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA Eίν' ακριβός ο αέρας που φτύνεις, ακριβό το ποτό και το πίνεις. Tρύπιες τσέπες και μακό φανελάκι, είν' ο κόσμος μπουκιά και φαρμάκι, είν' ο κόσμος δροσιά κι αεράκι. Λύσσα ο έρωτας, χάδι ο έρωτας, κόκκινα μάτια μου μή με ρωτάς. Στα 17 σου πηδάς το καλάμι, στα 19 σου κανείς δεν σε πιάνει. Tρεκλίζεις στο δρόμο, μεθάς με τον πόνο· σε λίγα χρονάκια δεν ξέρεις πού πας. Eνήλικο μούτρο ανοίγεις γραφείο. Tα πεντοχίλιαρα μυρίζουν αιδοίο. Γλυκά νανουρίζεις το ρήγμα π' ανοίγει, το ξέρεις καλά η ζωή σου έχει φύγει· συμβόλαιο στο πάθος που λήγει. Θηλιά ο έρωτας, ανάγκη ο έρωτας, καμμένα μάτια μου μη με ρωτάς. Tρεκλίζεις στο δρόμο, μεθάς με τον πόνο· φοβάσαι και ξέρεις πού πας. Oλοι οι καριόληδες μια εταιρία. Σάπια ηλικία και αδυναμία. Γελάει ο χρόνος και λάμπει ανθισμένος στο δρόμο σκοτώνει κι είναι κερδισμένος. Σπάει το νήμα κι αναρωτιέσαι: τόσα χρονάκια γιατί να τραβιέσαι; Στάχτη ο έρωτας, μνήμη ο έρωτας, γέρικα μ

Kίτρινα φώτα

Ζωή κάτω απ' τα κίτρινα τα φώτα τρίζουν τα τζάμια στη λύσσα του αέρα ήχοι παλεύουνε να βγουν απ’ τη σιωπή σε ένα δωμάτιο που πονά με κάθε αναπνοή Μένω εδώ κλεισμένος στους καπνούς με τις φωτιές να κρέμονται στους τοίχους ένα κυνήγι από φωνές και αναμνήσεις η ζωή γεύση από σκουριασμένο μέταλλο και θλίψη Μα πώς να μάθουμε να ζούμε απ’ την αρχή ανοίγω δρόμο να σε βρω να με ακούσεις φλόγες στα μάτια να δακρύζει η σιωπή τα όνειρα μου ξεχασμένες παρορμήσεις Μένω εδώ κλεισμένος στους καπνούς με τις φωτιές να κρέμονται στους τοίχους ένα κυνήγι από φωνές και αναμνήσεις η ζωή γεύση από σκουριασμένο μέταλλο και θλίψη

Ο σφυγμός του τεχνο-κράτη

Image
Οι αριθμοί διαπερνούν την ζωή μου μετρώντας προσθέτοντας, πότε αφαιρώντας, σπάνια πολλαπλασιάζοντας, επιλέγουν˙ αναπνέουν μέσα στο αθέατο μελάνι της ηλεκτρονικής ανυπαρξίας δείχνουν την αλήθεια, την μόνη τετράγωνη αλήθεια με στρογγυλεμένες άκρες και χωρίς χερούλια. Οι αριθμοί μετρούν τη λύπη σε κλίμακα παρατεταμένη, μετρούν τις απώλειες σε δείκτη επί τοις εκατό της ανθρωπιάς μας, οι αριθμοί μετρούν τις ορατές διαστάσεις μιας ύπαρξης σχεδόν απέραντης Βυθίζουν το χέρι τους βαθιά στην καρδιά μου, τη βάζουν στη χούφτα της παγκόσμιας ζωής και τη στείβουν, της δίνουν ρυθμό, 70 σφυγμοί το λεπτό, άλλοι 70, 4200 και μια ώρα μαζί μου περνά, 36.792.000 και ένας χρόνος θα φύγει γελώντας, μοιάζει ο αγώνας των σφυγμών να κρατηθούν απ’ τις στιγμές τόσο μάταιος Κι όταν δεν έχω τίποτα να πω οι αριθμοί μετρούν το κενό, την άδεια υποδοχή της ζωής, μετρούν αντίστροφα το χρόνο της ζωής Η αιωνιότητα γεμίζει με αριθμούς τετράγωνους, με αριθμούς που μέτρησαν το κενό, το δικό μας στιγμιαίο τίποτα

Tάσος Λειβαδίτης

Αντίο Κάποτε μια νύχτα θ' ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων γιά να περάσουν οι παλιές μέρες οι κλειδούχοι θα' χουν πεθάνει, στις ράγες θα φυτρώνουν μαργαρίτες απ' τα παιδικά μας πρωϊνά κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος απο τόσους χειμώνες τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώθηκαν, οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου; Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ' την τύχη ή τις αντιξοότητες,αλλά απ' αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε έξω όπως απόψε σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με τους νεκρούς μου φίλους. Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα δε θα γραφτούν ποτέ...

Υπόσχεση

Image
Ένα πρωί θα σηκωθώ και θα ‘χει ο κόσμος μαζευτεί σε μια κουκκίδα η ελπίδα θα ’χει μαραθεί κι απ’ τα παράθυρα θα κρέμονται πνιγμένα σύμβολα θα είμαι τότε στο απόγειο της πτώσης μου τόσο μόνος που θα χωράω σε ένα κομμάτι ουρανό μα απ’ τον κήπο του θα βλέπω την αλήθεια Πίνακας Lost World by Alicia Mroz

Αρλέτα

Αν και δεν ανήκω σε αυτή τη γενιά αλλά και το μουσικό μου γούστο κινείται έξω από τη σφαίρα του "νέου κύματος", αξίζει να θυμόμαστε ανθρώπους που διέγραψαν μια αξιόλογη πορεία στο χώρο της μουσικής, μας ταξίδεψαν με τις μελωδίες τους και μας δίδαξαν με την αξιοπρέπεια τους. Περαστικά Αρλέτα...

Όνειρα

Image
Ύστερα από πρόσκληση του Solomantzarou να γράψω για τα όνειρα μου παραθέτω το παρακάτω κείμενο.... Όνειρα της φαντασίας μου έρμαια αγάλματα θεών πεθαμένων παρατημένα είδωλα στην απόχη της αιώνιας πλάνης χρώματα λέξεις από έναν κόσμο απροσπέλαστο ταξίδια πιασμένα στ’ απρόσιτα βάθη της θλίψης Όνειρα του μυαλού μου εικόνες σκουριά στις χαραμάδες του κόσμου ρυάκια ιδρώτα του έρωτα απόγεια ήχοι στο μισοσκόταδο μια στριγκλιά μελωδία ολόγυμνη ονειρώξεις των καημών μας ηφαίστεια Όνειρα θαλασσονέρι στα χείλη αλμυρό σταγόνες στα μάτια να βλέπουνε υγρές αιωρήσεις ανθάκια σε δέντρα που κάηκαν ρίζες στη γη π' αναπνέουν νεκροί πηγή της ανάσας στα όνειρα που γίνανε λέξεις Όνειρα παράλληλα σύμπαντα στον βυθό αυταπάτες βουλιαγμένης αλήθειας σπασμένα κάτοπτρα μιας ζωής σε ελεύθερη πτώση στο κενό ταξιδιάρικα θέλγητρα θα μου δώσετε πάλι το φιλί της ζωής που ζητώ Όποιος φίλος και αναγνώστης επιθυμεί μπορεί να γράψει για τα όνειρα του! Πίνακας "One Second Before Awakening from a Dream Caused by

Το φάντασμα

Περπάτησε πάνω στις πιο αιχμηρές επιφάνειες, τα πόδια σου να αφήσουν ίχνη απ’ τη γενιά σου, να ξέρει ο δρόμος τα αποτυπώματα σου Ποιος είσαι με ποιόν μοιάζεις, πώς ισιώνεις το κορμί σου μετά από κάθε ανηφόρα, πώς κλείνεις τις λέξεις σου, χωρίς τελείες μόνο με αποσιωπητικά πώς περιμένεις κάθε πρωί να ανατείλει η είδηση ότι ο κόσμος δεν υπάρχει, γιατί εσύ είσαι απλά μια σκέψη, είσαι ένα ιδανικό που πρέπει να παλέψει, είσαι το φάντασμα αυτού που ονομάζεις εαυτό Όταν τα χέρια σου ξεφλουδίσουν απ’ το περπάτημα, τα πόδια σου θα στα ’χουν κόψει από καιρό, μη διστάσεις να ονειρευτείς κι έτσι χαμένος μέσα στο όνειρο θα ’χεις κερδίσει μια ολόκληρη ζωή

"Είμαστε Τρομοκράτες" - Νικόλας Άσιμος

Η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να μας επιτρέψει να μην ξεχάσουμε (ή να μάθουμε) κάποια τραγούδια από άλλες εποχές που παραμένουν τόσο επίκαιρα!

"Ένα μυστήριον υπερπλήρες"

Image
Ησυχία, δίχως λέξεις, μόνο η σιωπή ν’ ακούγεται κι απ’ το παράθυρο να έρχονται άγνωστοι ήχοι˙ πότε το πέρασμα του λεωφορείου, πότε οι φωνές των φίλων κι απ’ το δωμάτιο μόνο ο ήχος των πλήκτρων και της ανάσας μου Πόσο καιρό μπορείς να ζήσεις χωρίς να μιλάς; Η σιωπή σε θρέφει, τα λόγια ανασαίνουνε μέσα σου, κρυμμένα από τους ήχους μέσα στο σιωπηλό σούρσιμο της σκέψης Οι λέξεις κρέμονται απ’ τους τοίχους τις νύχτες που πλαγιάζεις˙ τις αφήνουμε εκεί, τα πανωφόρια των στιγμών μας και μένουμε γυμνοί μπροστά στον εαυτό μας Κανείς δε χρειάζεται να μάθει, μόνο η πλάση ξέρει την ώρα της και την ακολουθεί, ξέρει πότε να σωπαίνει και πότε να μιλά και μιλά γλυκά αποκομμένη απ’ τις συμβατικές μας αυταπάτες Καμιά φορά, πιάνομαι απ’ τους ήχους που δε βγάζω μα τους σκέφτομαι συνήθεια μάλλον˙ κάποτε καταφέρνω να ξεφύγω και σκέφτομαι μόνο με τη σύγχυση του νου, δίχως λέξεις˙ σκέφτομαι την κάθε ασήμαντη στιγμή στο πουθενά, τις ώρες που σε γνώρισα και με γνώρισες κι έτσι έμαθα λίγο καλύτερα εμένα, τις μέρε