Posts

Showing posts with the label Υπεκφυγές

Xαμένες λέξεις

Τώρα πια μοιάζω σαν να έχω ξεχάσει τις λέξεις μου Λέξεις αγαπημένες Χιλιοειπωμένες Λέξεις που τις βασάνισα Και βασανίστηκαν μαζί μου Πώς χάθηκαν τα βράδια της σιωπής Παρέα με τον ήχο των πλήκτρων Πού πήγαν αυτά τα ερεθίσματα που παρέσερναν τον νου μου Που γίνονταν σύμπτωμα τόσο βαθύ Σαν να περνούσαν τη σάρκα μου˙ Γίνονταν ένα με τα σπλάχνα μου Τώρα κρεμασμένο το σώμα στο τσιγκέλι της απραξίας Σκέφτομαι και δεν υπάρχω Σκέφτομαι πως δεν υπάρχω Χωρίς τις λέξεις˙ Σβήνω τα φώτα και βλέπω μόνο τ’ αστέρι μου να παρατηρεί κάποιον άλλον ουρανό… Υπάρχω, μα δε σκέφτομαι

Εκ του ασφαλούς

Η μαχητικότητα μου περιορίζεται στα πόδια του γραφείου μου Πίσω από αυτή την ξύλινη ασπίδα είμαι πανίσχυρος Δράστης των σκέψεων μου Επαναστάτης των γραπτών και των αραδιασμένων γραμμάτων Κι έτσι γι’ άλλη μια φορά μιλώ για τη ζωή, τα δικαιώματα, την πείνα Καθώς γεμίζω το κεφάλι μου Και τρώω μεσημεριανό στις 2 Πάνω σ' αυτό το γραφείο πέθανε κάποτε η ανθρωπιά και το αίμα της πλημμύρισε κάθε γωνιά του κόσμου

Αισιόδοξη μελαγχολία

Image
Να ξεκινήσεις ένα πρωί να φύγεις έτσι όπως δεν έκανες ποτέ Να αφήσεις πίσω σου πρόσωπα, πράγματα, το καθαρό κρεβάτι σου Να προχωράς χωρίς να ξέρεις που πας ούτε γιατί φεύγεις Κάθε μέρα να είναι μια καινούρια αρχή στο τίποτα Έτσι θα ξανάρχιζες τη ζωή σου Σα να γεννιέσαι πάλι ξένος Τι ευτυχία θα ήτανε να μπορούσες να ξεβολευτείς για λίγο Να πεις δε θέλω τίποτα από κανέναν Σας τα χαρίζω τα λεφτά και τις δουλείες σας Σας τους χαρίζω τους έρωτες και τις αγάπες Σας χαρίζω την ευτυχία μου Κι έτσι γυμνός και μόνος Διαβάτης της ζωής να μην νοιαστείς για τίποτα

Σκιές

Κάποια στιγμή όλοι θα σ’ αφήσουν Ο ύπνος θα ‘ρχεται κουλουριασμένος Κι εσύ θα κλείνεις το στόμα σου Να μη βγει η σιωπή Από τα τόξα των ξεραμένων ματιών σου Κάποτε όλοι φεύγουν Ο ουρανός σκοτεινιάζει Για να νυχτώσει την αναχώρηση Πίσω από τις γρίλιες Στην κόγχη περασμένων καλοκαιριών Οι λέξεις θα χαθούν Σαν κουμπιά Δεμένα χαλαρά Στα χέρια που μας άφησαν Κάποτε όλοι φεύγουν Ακόμα κι εκείνοι που δεν γύρισαν Η ησυχία αναμετράται με τον κρεμασμένο χρόνο Δίπλα στη ζέστη απ΄το καντήλι Με το λάδι και το φυτίλι Κάποτε ακόμα και τα όνειρα χάνονται Κάτω απ’ το μαύρο χρώμα της σκιάς αυτών που φύγαν

Τέταρτη διάσταση

Η κάθε μέρα έρχεται ίδια με τη προηγούμενη, ο χρόνος, λέει, κατοικεί γύρω μας, ποτέ δε περνά ˙ αιωρείται πάνω απ’ τα κεφάλια μας καπνίζει απ’ το τσιγάρο μας, τρώει απ’ το φαί μας, πίνει απ’ το νερό μας, το βράδυ πέφτει για ύπνο δίπλα μας κι εμείς παλεύουμε με τα φαντάσματα του παρελθόντος στα όνειρα μας

Kίτρινα φώτα

Ζωή κάτω απ' τα κίτρινα τα φώτα τρίζουν τα τζάμια στη λύσσα του αέρα ήχοι παλεύουνε να βγουν απ’ τη σιωπή σε ένα δωμάτιο που πονά με κάθε αναπνοή Μένω εδώ κλεισμένος στους καπνούς με τις φωτιές να κρέμονται στους τοίχους ένα κυνήγι από φωνές και αναμνήσεις η ζωή γεύση από σκουριασμένο μέταλλο και θλίψη Μα πώς να μάθουμε να ζούμε απ’ την αρχή ανοίγω δρόμο να σε βρω να με ακούσεις φλόγες στα μάτια να δακρύζει η σιωπή τα όνειρα μου ξεχασμένες παρορμήσεις Μένω εδώ κλεισμένος στους καπνούς με τις φωτιές να κρέμονται στους τοίχους ένα κυνήγι από φωνές και αναμνήσεις η ζωή γεύση από σκουριασμένο μέταλλο και θλίψη

"Ένα μυστήριον υπερπλήρες"

Image
Ησυχία, δίχως λέξεις, μόνο η σιωπή ν’ ακούγεται κι απ’ το παράθυρο να έρχονται άγνωστοι ήχοι˙ πότε το πέρασμα του λεωφορείου, πότε οι φωνές των φίλων κι απ’ το δωμάτιο μόνο ο ήχος των πλήκτρων και της ανάσας μου Πόσο καιρό μπορείς να ζήσεις χωρίς να μιλάς; Η σιωπή σε θρέφει, τα λόγια ανασαίνουνε μέσα σου, κρυμμένα από τους ήχους μέσα στο σιωπηλό σούρσιμο της σκέψης Οι λέξεις κρέμονται απ’ τους τοίχους τις νύχτες που πλαγιάζεις˙ τις αφήνουμε εκεί, τα πανωφόρια των στιγμών μας και μένουμε γυμνοί μπροστά στον εαυτό μας Κανείς δε χρειάζεται να μάθει, μόνο η πλάση ξέρει την ώρα της και την ακολουθεί, ξέρει πότε να σωπαίνει και πότε να μιλά και μιλά γλυκά αποκομμένη απ’ τις συμβατικές μας αυταπάτες Καμιά φορά, πιάνομαι απ’ τους ήχους που δε βγάζω μα τους σκέφτομαι συνήθεια μάλλον˙ κάποτε καταφέρνω να ξεφύγω και σκέφτομαι μόνο με τη σύγχυση του νου, δίχως λέξεις˙ σκέφτομαι την κάθε ασήμαντη στιγμή στο πουθενά, τις ώρες που σε γνώρισα και με γνώρισες κι έτσι έμαθα λίγο καλύτερα εμένα, τις μέρε...

Το αίμα της χρυσής τομής

H περίεργη όψη Η αλλόκοτη σιωπή Η πικρή γεύση Η αστεία αναμονή της Κυριακής Η σκέψη που ανασκαλεύει τα μύχια στους χτύπους μιας ανάσας Η μέρα με τα μεγάλα σύννεφα της εργασίας Τα καταποντισμένα λεπτά, Οι ώρες, οι μέρες που περάσανε σαν επανάληψη της ίδιας ιστορίας˙ ένας τροχός που τρέχει παράλληλα στο σύμπαν Ο άνθρωπος που κάθε βράδυ πλημμυρίζει τις γωνιές του κρεβατιού Στο στόμα μου άνθισε μια ξεχασμένη λέξη που δεν υπάρχουν γράμματα για να γραφτεί κι έτσι δε γράφεται πια˙ κρατιέται μόνο σφιχτά μέσα στη χούφτα και χτυπάει σε τοίχους Είναι η χρυσή τομή που ξέφτισε είναι το αίμα της που έπλυνε τη φαντασία μου και γράφω σαν από συνήθεια κακή Aρκεί μία στιγμή, μια ασήμαντη τυχαία σκέψη στο άπειρο της ύπαρξης για να κατανοήσεις το νόημα των πραγμάτων Εσύ˙ κι ο κόσμος να διαγράφει κύκλους στη τροχιά του πουθενά