Posts

Aιώνια νύχτα

Μια νύχτα παραδομένη στην κίνηση του δρόμου μια νύχτα χωρίς υγρασία μόνο ξηρή υπομονή μια νύχτα σαν όλες τις άλλες που δε μπορείς να μιλήσεις παρά μόνο με πέντε λέξεις χωρίς στολίδια, χωρίς περιττά λόγια λέξεις που γλιστρούν και χύνονται σαν διαλυμένες καρικατούρες Ισορροπία πάνω στον κρυμμένο εαυτό στην ξύλινη πόρτα της τυφλής απομόνωσης τυφλόμυγα με τα κλειστά μάτια της αδιάφορης σιωπής Που ξεκινά και που φθάνει αυτό το ταξίδι; Κουβαλώντας την προκρούστεια σοφία στη μέση της διελκυστίνδας ακίνητος, σχεδόν δεμένος, μπροστά στο πρόσωπο της νύχτας νιώθω το αβέβαιο παρελθόν που με προσπέρασε οσμίζομαι τον φόβο στο μέλλον του δικού μου βίου Ίσως να είναι όλα μια ψευδαίσθηση χαμένη κάπου σε ένα χωροχρόνο ανύπαρκτο ελάχιστα κουλουριασμένη σε έναν κόκκο άμμου σα μια ιδέα ενός νου κενού και στρεβλωμένου Η νύχτα επιτείνει το μαύρο χρώμα της βροχής το ποτάμι της πόλης πνίγει συναισθήματα και η κούραση λυτρώνει τις αναζητήσεις Το αύριο θα φέρει μια καινούρια νύχτα

Αντανάκλαση

Έχει ο χρόνος ένα ξυράφι κι όλο ξύνει τις πληγές ξεραμένα ενθύμια στο γκρεμό της αναπόλησης Έχει η μνήμη ένα χαρτί χαράσσει απάνω του αυλάκια να κυλούν ποτάμια δάκρυα σπαρμένα στο λυγμό μιας μουσικής Έχει η ζωή ένα μαύρο χαμόγελο να γελάει σαν κλάμα σκοτεινή εικόνα σε ένα γαλάζιο, κρύο, ουρανό Έχει η αλήθεια ένα καθρέφτη να βλέπει πρόσωπα σπασμένα ρωγμές σαν ψέμα σε μια ύπαρξη σκιώδη Έχεις εσύ ένα όνειρο να το κρατάς σφιχτά στη χούφτα σαν κοιμάσαι ασφυκτικά δεμένο γύρω απ’ το λαιμό ενός κλαυσίγελου Κι έχω εγώ μονάχα ένα μολύβι για να σκαλίζω τη ζωή στην άκρη του

Σκιές

Κάποια στιγμή όλοι θα σ’ αφήσουν Ο ύπνος θα ‘ρχεται κουλουριασμένος Κι εσύ θα κλείνεις το στόμα σου Να μη βγει η σιωπή Από τα τόξα των ξεραμένων ματιών σου Κάποτε όλοι φεύγουν Ο ουρανός σκοτεινιάζει Για να νυχτώσει την αναχώρηση Πίσω από τις γρίλιες Στην κόγχη περασμένων καλοκαιριών Οι λέξεις θα χαθούν Σαν κουμπιά Δεμένα χαλαρά Στα χέρια που μας άφησαν Κάποτε όλοι φεύγουν Ακόμα κι εκείνοι που δεν γύρισαν Η ησυχία αναμετράται με τον κρεμασμένο χρόνο Δίπλα στη ζέστη απ΄το καντήλι Με το λάδι και το φυτίλι Κάποτε ακόμα και τα όνειρα χάνονται Κάτω απ’ το μαύρο χρώμα της σκιάς αυτών που φύγαν

Το φόρεμα της νύχτας

Σε κοιτάζω από ψηλά Όταν ο ήλιος πέσει θα γίνεις μια αναλαμπή αέρινη για να σκεπάσεις κάθε σκοτεινή εικόνα που κατακάθεται σα σκόνη παλιά στο μυαλό μου Περπατάς Κι εγώ μαζί σου Τα μάτια μου τρέχουν κυνηγημένα η ίδια η ζωή περνά από μπροστά μου Τα μαλλιά σου είναι πλεγμένα ανάμεσα σε δυο δάχτυλα πορεύεται o ήχος της νύχτας με τον ήχο των βημάτων σου τα δάχτυλα σου είναι το όπλο σου δυο κάννες που στοχεύουν ψηλά στον ουρανό η νύχτα είναι ο συνεργός σου φορεμένη στα νεανικά κορμιά κομμένα ρετάλια και γάζες φιμώνουν τα σώματα της καληνύχτας τα μάτια μου τρέχουν κι η ζωή περνά

Άραγε που πάνε οι παλιές αγάπες;

"Δεν ξέρω αν φεύγεις, τώρα, για το λίγο μου ή αν αυτό που νιώθω ήταν πολύ πολύ για σένα, πολύ για σένα" Get this widget | Track details | eSnips Social DA Τραγούδι: Πυξ-Λαξ Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο στίχοι: Μάρω Βαμβουνάκη, Μουσική: Φίλιππος Πλιάτσικας

Ως που θα πάει

Βουίζουν τα λόγια στα αυτιά μου έρχονται και φεύγουν από άλλες συχνότητες είμαι μπλεγμένος σχεδόν ανύπαρκτος σε μια πραγματικότητα μου με ρουφάει ως που θα πάει... τα γέλια είναι πόνος στα κόκαλα κι η υγρασία στα κόκαλα πόνος είναι και τρόπος να θυμάμαι αυτά που έχω ξεχάσει από καιρό πλέον Μια ευθεία γραμμή με διαγράφει και το μελάνι της χύνεται στα γραφτά μου οι ώρες περνούν σαν τρελές απ' τα χέρια μου κι εγώ βυθίζομαι είναι κατάρα σκέφτομαι είναι κατάρα να ξυπνάς και να μην ξέρεις από που να αρχίσεις να ισιώνεις τα στραβά αυτά που ίσιωσες εχθές προχθές αντιπροχτές ως που θα πάει.... Συνάζω ένα ένα κομμάτια από σπασμένα τζάμια θα τα ενώσω να φτιάξω ένα παράθυρο να βλέπω από μακριά τις ρυτίδες των ανθρώπων τις βαθιές χαρακιές πάνω στη διαυγή επιφάνεια της σάρκας ένα παράθυρο-καθρέφτη της ψυχής μου από μακριά να κλείνομαι και να αγναντεύω τον πόνο σου και τον δικό μου πόνο

Η μάνα

Image
Γλείφω τη ρόγα της συνείδησης, ένα κόκκινο γλειφιτζούρι που ξεχνιέμαι, η αιχμή του δόρατος, να ματώνω πάνω του τη γλώσσα μου, μας το ‘δωσε κάποτε για δώρο ένας μαύρος ουρανός˙ λίγο πριν πέσουμε, θηλάσαμε απ’ το στήθος άσπρες σταγόνες γάλα Μια μάνα, νεκρή πλέον, ψάχνει το μωρό της στο σταυρό τα δάκρυα της ανασκαλεύουν τις πληγές μας Που θα βρούμε μια μάνα να κλάψει για μας τώρα που οι μάνες δε μας θηλάζουν πια και τα δάκρυα μεγάλωσαν κι αυτά και δε συγχωρούνται Μη κλαις˙ τα δάκρυα της είναι καρφιά στα χέρια που μας άγγιξαν, θα αναστηθεί μη κλαις Χωμένοι μες στη χοάνη του κενού αλλάζουμε μες στους αιώνες Κρεμασμένοι στο αντίπερα παράλληλο σύμπαν εγώ αλλάζω, εσύ με αλλάζεις, αυτός σε αλλάζει εμείς σε αλλάζουμε αυτοί μας αλλάζουνε εμείς τους αλλάζουμε και που θα βρούμε, τώρα, άλλες Μαγδαληνές; τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον; να γεμίσουν με τη λαγνεία τους τις μέρες εκείνες που η αγάπη μας πρόδωσε να γίνουν οι μαυροφορεμένες αγίες μας, που αγάπησαν πολύ και μας αγάπησαν, αμαρτωλές κι αγνές γ...