Posts

Σιγή και έρεβος

Το τυφλό νεκρόθυμο αγρίμι της σιγής πλακώνει πάλι τις ιδέες μου σα να ‘ναι τούτη η ησυχία η τελευταία κατάληξη της ζωής Ψηλαφιστά ψάχνω μες στη σιωπή την κατανόηση, με σάρκα και οστά τη βρίσκω ακουμπισμένη στην ίδια γωνιά, πάνω στην ίδια ασυνέχεια του χρόνου Η πίστη, αυτή η τυφλή αλήτισσα, με κοροϊδεύει μες στα μούτρα μου περιγελάει τις άναρθρες απόψεις μου, αμφισβητεί τα πώς και τα γιατί μου Φοβάμαι, όμως, πως πια δε με εκφράζουνε οι λέξεις Κάποτε όταν τα όνειρα θα ζωγραφίζονται στα σύννεφα και η ευαισθησία δε θα ‘ναι απλά ελάττωμα των αδυνάτων ή αθέμιτο όπλο στη σφαγή του κόσμου θα μιλήσω Όταν έρθει η ώρα να μιλήσω πραγματικά θα κάψω την ατσάλινη πόρτα που κρύβει τις βαρειές αποστάσεις της νύχτας -αυτές που περπατήσαμε παρέα με την μοναξιά των φίλων μας- και θα πεθάνω πάνω σε ένα όνειρο αναστημένος απ’ τον εφιάλτη

Nεκρό σημείο

Image
Σήμερα δε μ’ αγαπά ο ουρανός σήμερα με ξέχασαν οι άνθρωποι ο παπαγάλος στη γωνία δε λέει πλέον το όνομα μου κι η γλάστρα άνθισε χωρίς να την ποτίσω Ο κόσμος δε με χωράει σήμερα ποτέ δε με χώρεσε άλλοτε ήταν πολύ μεγάλος και με φόβιζε άλλοτε πολύ μικρός και πλάκωνε τα όνειρα μου Σήμερα δε με χωρούν οι άνθρωποι η γλώσσα τους, αυτή η περίεργη ξύλινη αυλόπορτα με κλείνει απέξω με το μυαλό μου παραγεμισμένο ελπίδες και ευαίσθητες σιωπές Σήμερα σιχάθηκα τις ευαισθησίες έγινα σκληρός γιατί έτσι με θέλετε σήμερα μιλάω με σύμβολα κι απ’ το λαιμό μου βγαίνει πάλι εκείνος ο κρυφός πυρετός, ο μαυρισμένος απ’ το αίμα μας Σήμερα φοβάμαι το μαύρο αίμα το κόκκινο νερό τα τσιγάρα που καίγονται το ένα μετά το άλλο σήμερα, το νερό, τα τσιγάρα, οι αυλόπορτες, οι σκληρές σιωπές˙ αύριο οι ευαισθησίες, τα σύμβολα, ο πυρετός, ο κόσμος το αύριο

Ανάσες

H ανάσα μου, οι ανάσες μας παραδέρνουν τις άκαρπες ελπίδες, ξεσηκώνουν θύελλες, απογυμνώνουν τραγουδησμένες αλήθειες, στο πέρασμα τους σπαράζει η ασυνέχεια του χρόνου που διδάχτηκες˙ Ο χώρος φυτρώνει γιορτές και τα δευτερόλεπτα στον καρπό σου ανταμώνουνε με τα λεπτά της καρδιάς μου Τα όνειρα, τα πρώτα, τα πρωινά πετάξαν χαρταετοί κι όλο αμολάνε και φεύγουνε και όλο πηγαίνουνε σε απάτητες ερειπωμένες αυταπάτες˙ Η ανάσα μας είναι φωτιά πριν προλάβει να κάψει ολότελα τα σωθικά μας βγαίνει σα πυρπολητής καίει τις πρώτες πρωινές εφημερίδες, τα λαχεία που πουλάν την τύχη στο ξεπούλημα εσύ, εγώ, ο άλλος παραδίπλα, θαμπώνεται απ’ τη φωτιά άλλοι παρατηρούν την ομορφιά στα πυροτεχνήματα της στιγμιαίας μας κραυγής, άλλοι γεύονται τα απανθρακωμένα δάκρυα της σκοτεινής μας απορίας, μα εμείς ξέρουμε πολύ καλά πως η ανάσα μας, οι ανάσες μας, αργοπεθαίνουν πάνω από ανούσια χαρτιά στις άκρες το δάχτυλων μας φυλλομετρώντας την απουσία μας

Η ποίηση της σιωπής

Νεκρή μοιάζει καμιά φορά η γλώσσα μου οι λέξεις μου δεν βρίσκουν νόημα στον ήχο της σιωπής μου Περπατώ και τα λόγια που δεν είπα με συνοδεύουνε με πιάνουν από τον ώμο γαργαλούν τα αυτιά μου με ένα ψίθυρο σα σούρσιμο σκουριασμένης αλυσίδας στο χώμα˙ γίνονται ήχοι, μελωδίες χειρονομίες γίνονται φως στο φως μιας μέρας που δεν αρκεί φωτιές ανάβουνε και καίνε σκιάχτρα στο προαύλιο των ψυχών Ίσως αυτό που ήθελα να πω να το έχω ήδη πει πέρασε όμως χωρίς κανείς να καταλάβει την άναρθρη σιωπή ούτε εγώ ο ίδιος... Ίσως σε άλλους καιρούς να βρουν μιαν άλλη ποίηση Ίσως η νέα ποίηση να μη χρειάζεται τις γλωσσικές αλήθειες μας να βγαίνει από το στόμα ανθρώπων αυθόρμητα σα διαμαρτυρία να φθάνει με κίτρινες φλόγες από τις γλώσσες των ερωτευμένων στις καρδιές μας Ίσως η ποίηση αυτή να μη χρειάζεται μολύβι και χαρτί η πρώτη ύλη της να είναι ο ρυθμός της βροχής στο χώμα και στα κάγκελα οι λέξεις της να είναι ο ήχος των βημάτων μας στην άσφαλτο τις Κυριακές Η ποίηση αυτή θα βγαίνει ανάλαφρα απ’ τα χαμόγελα...

Η πόλη αυτή

Image
Δεν είναι ασυνήθιστο σε τούτη εδώ την πόλη να μένει σκοτεινή, το φως της μέρας δε τη φτάνει, κι αν κάποτε κάνει πως βγαίνει ο ήλιος, αμέσως γύρω του πληθαίνουν σύννεφα, σα παραστάτες μαυρισμένες να αλωνίζουν, σύμμαχοι και συνοδοιπόροι Σε τούτη εδώ την πόλη οι άνθρωποι γυρνάνε με κουκούλες˙ ξερά χωράφια κι εγκατάλειψη μυρίζει το χώμα στη βροχή˙ φοβούνται της βροχής το χάδι οι περαστικοί και δε μιλάνε, μόνο στα πρόσωπα χαράσσεται μια αγωνία, η δική μου κι η δική σου Από τις στέγες των σπιτιών κρέμεται η βροχή σα δάκρυ και σα στεγνώσει τη σκουπίζουμε στα βλέφαρα μας, νιώθοντας την αλμύρα της στα χείλη μας Εδώ οι δρόμοι δε στεγνώνουνε ποτέ, η υγρασία ολοένα σου θυμίζει ό,τι ξεχνάς, η πέτρα που θα ξαποστάσεις γίνεται ξυράφι, ο βοριάς κρεμάει στα χέρια σου δυο ζύγια˙ σε μαστιγώνει και νοσταλγείς στο μυαλό σου Τα αυτοκίνητα εδώ βιάζονται πολύ και σα περνούν από μπροστά σου βρέχουν με λίγο αίμα τα παπούτσια σου˙ από μέσα ισιώνουν τα βήματα σου, να περπατήσουν στην πληγωμένη ανηφοριά Σα συναντά...

Pablo Neruda

Η Ποίηση Κι ήταν σ’ αυτή την ηλικία όταν η ποίηση ήρθε. Δεν ξέρω, δε ξέρω από πού εμφανίστηκε, από το χειμώνα ή από ένα ποτάμι. Δεν ξέρω πώς ή πότε, Όχι δεν ήτανε φωνές, δεν ήταν λέξεις, ούτε σιωπή αλλά το κάλεσμα του δρόμου, το κάλεσμα απ’ τα κλαδιά της νύχτας. Έξαφνα ανάμεσα στους άλλους ανάμεσα σε βίαιες φωτιές, ή επιστρέφοντας μόνος, βρισκόταν εκεί δίχως πρόσωπο και με άγγιζε Δεν ήξερα τι να πω, το στόμα μου ανίκανο να ονομάσει, τα μάτια μου στέκονταν τυφλά, μα κάτι άλλαζε μες στην ψυχή μου, πυρετός ή χαμένες φτερούγες και έτσι βρήκα τον τρόπο μου ακοκρυπτογραφώντας αυτή τη φωτιά, κι έγραψα τον πρώτο ανίσχυρο στίχο ασθενή, άυλο, καθαρό ανόητο. Παρθένα σοφία εκείνου που αγνοεί τα πάντα, κι ξάφνου είδα τον ουρανό, λυμένο κι ανοιχτό, πλανήτες, παλλόμενες φυτείες, διάτρητη σκιά, τρύπια από βέλη, φωτιές και λουλούδια, η νύχτα που σε τυλίγει, το σύμπαν Κι εγώ, ελάχιστη ύπαρξη μεθυσμένος α...
Image
Φυσάνε άνεμοι ανάσες των τριγμών της λήθης˙ φύλλα παλιά νεκρόθυμα παρασέρνονται στου ονείρου το άγγιγμα παρατημένα, μεσάνυχτα κρυμμένα μες στα χρώματα που έχασαν το χρώμα τους στη σκοτεινιά της μνήμης Mε τρομάζει o θόρυβος της σιωπής μου όπως αντανακλάται πάνω στα μάτια σου, σαν ηλιαχτίδες επιστρέφει σε γραμμές διαστρεβλωμένες από νόμους αντανάκλασης πρωτάκουστους και είναι σα να την παρανόησες τούτη τη σιωπή το βλέπω καθαρά στη βουβή επιφάνεια των ματιών σου Χάνουν το νόημα oι λέξεις ντυμένες ένα χιτώνα φιλοφρόνησης για το χειμώνα της λιτότητας Βουλιάζω και βρίσκω πάλι μια σταλιά πυθμένα θάλασσας να ακουμπήσω απόκληρος αποκριάτικος άστεγος σε μία κωμωδία πού όλα μοιάζουν τόσο αστεία σαν ένα θάνατο Κυριακή πρωί λίγο πριν το ξημέρωμα ανάστασης Πίνακας: Cannibalism in Autumn by Salvador Dali