Pablo Neruda

Η Ποίηση


Κι ήταν σ’ αυτή την ηλικία
όταν η ποίηση ήρθε.
Δεν ξέρω, δε ξέρω από πού
εμφανίστηκε,
από το χειμώνα ή από ένα ποτάμι.
Δεν ξέρω πώς ή πότε,
Όχι δεν ήτανε φωνές, δεν ήταν
λέξεις, ούτε σιωπή
αλλά το κάλεσμα του δρόμου,
το κάλεσμα απ’ τα κλαδιά της νύχτας.
Έξαφνα ανάμεσα στους άλλους
ανάμεσα σε βίαιες φωτιές,
ή επιστρέφοντας μόνος,
βρισκόταν εκεί δίχως πρόσωπο
και με άγγιζε

Δεν ήξερα τι να πω, το στόμα μου
ανίκανο
να ονομάσει,
τα μάτια μου στέκονταν τυφλά,
μα κάτι άλλαζε μες στην ψυχή μου,
πυρετός ή χαμένες φτερούγες
και έτσι βρήκα τον τρόπο μου
ακοκρυπτογραφώντας
αυτή τη φωτιά,
κι έγραψα τον πρώτο ανίσχυρο στίχο
ασθενή, άυλο, καθαρό
ανόητο.
Παρθένα σοφία
εκείνου που αγνοεί τα πάντα,
κι ξάφνου είδα
τον ουρανό,
λυμένο
κι ανοιχτό,
πλανήτες,
παλλόμενες φυτείες,
διάτρητη σκιά,
τρύπια
από βέλη, φωτιές και λουλούδια,
η νύχτα που σε τυλίγει, το σύμπαν

Κι εγώ, ελάχιστη ύπαρξη
μεθυσμένος απ΄το μεγάλο αστρικό
κενό,
κατ’ εικόνα κι ομοίωση
μυστηρίου,
ένιωσα αγνό κομμάτι
της αβύσσου,
παραδόθηκα στα αστέρια
και η καρδιά μου θρυμματίστηκε μέσα στον άνεμο.

(Σε δική μου απόδοση)

Comments

Popular posts from this blog

Πεθαίνοντας συμβατικά

Αργύρης Χιόνης - Χερια

Xαμένες λέξεις