Posts

Showing posts from July, 2007

Η πόλη αυτή

Image
Δεν είναι ασυνήθιστο σε τούτη εδώ την πόλη να μένει σκοτεινή, το φως της μέρας δε τη φτάνει, κι αν κάποτε κάνει πως βγαίνει ο ήλιος, αμέσως γύρω του πληθαίνουν σύννεφα, σα παραστάτες μαυρισμένες να αλωνίζουν, σύμμαχοι και συνοδοιπόροι Σε τούτη εδώ την πόλη οι άνθρωποι γυρνάνε με κουκούλες˙ ξερά χωράφια κι εγκατάλειψη μυρίζει το χώμα στη βροχή˙ φοβούνται της βροχής το χάδι οι περαστικοί και δε μιλάνε, μόνο στα πρόσωπα χαράσσεται μια αγωνία, η δική μου κι η δική σου Από τις στέγες των σπιτιών κρέμεται η βροχή σα δάκρυ και σα στεγνώσει τη σκουπίζουμε στα βλέφαρα μας, νιώθοντας την αλμύρα της στα χείλη μας Εδώ οι δρόμοι δε στεγνώνουνε ποτέ, η υγρασία ολοένα σου θυμίζει ό,τι ξεχνάς, η πέτρα που θα ξαποστάσεις γίνεται ξυράφι, ο βοριάς κρεμάει στα χέρια σου δυο ζύγια˙ σε μαστιγώνει και νοσταλγείς στο μυαλό σου Τα αυτοκίνητα εδώ βιάζονται πολύ και σα περνούν από μπροστά σου βρέχουν με λίγο αίμα τα παπούτσια σου˙ από μέσα ισιώνουν τα βήματα σου, να περπατήσουν στην πληγωμένη ανηφοριά Σα συναντά

Pablo Neruda

Η Ποίηση Κι ήταν σ’ αυτή την ηλικία όταν η ποίηση ήρθε. Δεν ξέρω, δε ξέρω από πού εμφανίστηκε, από το χειμώνα ή από ένα ποτάμι. Δεν ξέρω πώς ή πότε, Όχι δεν ήτανε φωνές, δεν ήταν λέξεις, ούτε σιωπή αλλά το κάλεσμα του δρόμου, το κάλεσμα απ’ τα κλαδιά της νύχτας. Έξαφνα ανάμεσα στους άλλους ανάμεσα σε βίαιες φωτιές, ή επιστρέφοντας μόνος, βρισκόταν εκεί δίχως πρόσωπο και με άγγιζε Δεν ήξερα τι να πω, το στόμα μου ανίκανο να ονομάσει, τα μάτια μου στέκονταν τυφλά, μα κάτι άλλαζε μες στην ψυχή μου, πυρετός ή χαμένες φτερούγες και έτσι βρήκα τον τρόπο μου ακοκρυπτογραφώντας αυτή τη φωτιά, κι έγραψα τον πρώτο ανίσχυρο στίχο ασθενή, άυλο, καθαρό ανόητο. Παρθένα σοφία εκείνου που αγνοεί τα πάντα, κι ξάφνου είδα τον ουρανό, λυμένο κι ανοιχτό, πλανήτες, παλλόμενες φυτείες, διάτρητη σκιά, τρύπια από βέλη, φωτιές και λουλούδια, η νύχτα που σε τυλίγει, το σύμπαν Κι εγώ, ελάχιστη ύπαρξη μεθυσμένος α
Image
Φυσάνε άνεμοι ανάσες των τριγμών της λήθης˙ φύλλα παλιά νεκρόθυμα παρασέρνονται στου ονείρου το άγγιγμα παρατημένα, μεσάνυχτα κρυμμένα μες στα χρώματα που έχασαν το χρώμα τους στη σκοτεινιά της μνήμης Mε τρομάζει o θόρυβος της σιωπής μου όπως αντανακλάται πάνω στα μάτια σου, σαν ηλιαχτίδες επιστρέφει σε γραμμές διαστρεβλωμένες από νόμους αντανάκλασης πρωτάκουστους και είναι σα να την παρανόησες τούτη τη σιωπή το βλέπω καθαρά στη βουβή επιφάνεια των ματιών σου Χάνουν το νόημα oι λέξεις ντυμένες ένα χιτώνα φιλοφρόνησης για το χειμώνα της λιτότητας Βουλιάζω και βρίσκω πάλι μια σταλιά πυθμένα θάλασσας να ακουμπήσω απόκληρος αποκριάτικος άστεγος σε μία κωμωδία πού όλα μοιάζουν τόσο αστεία σαν ένα θάνατο Κυριακή πρωί λίγο πριν το ξημέρωμα ανάστασης Πίνακας: Cannibalism in Autumn by Salvador Dali