Posts

Showing posts from June, 2007

Abnocto

Image
Τα βράδια μπορώ και ταξιδεύω σε άλλους ουρανούς, δειπνώ παρέα με αστέρια που αναβοσβήνουν στο ρυθμό της σιωπής μου -το ξέρω με καταλαβαίνουνε- καμιά φορά τρώω και μερικά από δαύτα τα πιο ασθενικά μη λείψει η λάμψη απ’ τον ουρανό και το τρεμόσβησμα από τις καρδιές μας Τα βράδια περπατάω στο δρόμο μόνος μου˙ χωρίς παρέα ποιόν να εμπιστευτείς πια κι οι λιγοστοί φίλοι έχουνε γίνει κλίκες με δεμένα τα χέρια πιστάγκωνα παρέες της ανάμνησης του τίποτα και του κανένα Τα βράδια παίρνω τα μολύβια μου και ξύνω τη ζωή μου στη μύτη τους˙ δεν με φοβίζει τίποτα πια μπορώ να γράψω και να διαγράψω τα πάντα να μουτζουρώσω το πρόσωπο μου να βάψω τα χέρια μου με αίμα απ’ το κόκκινο χρώμα ενός πίνακα γεμάτο σουρεαλισμό Ο Σφαγιασμός της Αναγέννησης Τα βράδια μεταμορφώνομαι σε ζώο που γυρίζει στα όνειρά του περιπλανιέμαι σε μέρη επικίνδυνα μαζεύω μυρμήγκια και κατσαρίδες οι τσέπες μου έχουν γεμίσει από έντομα περπατάνε μέσα απ’ τα ρούχα μου φτιάχνουν φωλιές στην καρδιά μου -βλέπεις την τρύπα; εκεί είναι Tα β

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

Image
The Outcast By Attilio Pic cirilli Να κοιμάσαι νηστικός Να κομάσαι νηστικός σε μια σοφίτα Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού Να γίνεσαι σκουπίδι Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα Θα σηκώσω το γιακά Για να φύγω σαν ένας ληστής Από το δικό μου σπίτι Θα κοιμηθώ στους δρόμους Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία Να τουρτουρίζει μαζί μου Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ Αλλά είναι καλό που δεν τον βλέπω Θα το ξαπλώσω χάμω Και θα στρωθώ πάνω του Να πιω λίγη βραδυά Στη γωνιά του έρημου κήπου Θα αιστανθώ τη σελήνη Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε Στη ζωή μου Θα την αιστανθώ στα χείλια μου Σαν ένα αχλάδι Στα μάγουλα Σαν άλλα μάγουλα. Ο Γιώργος Σαραντάρης είναι, κατά την άποψή μου, από τους λίγους εκπροσώπους της γενιάς του που τα γραπτά του φέρνουν στην ποίηση κάτι τόσο νέο και ριζοσπαστικό. Εμφανίζεται στην Ελληνική ποίηση το 1931 και εισάγει ουσιαστικά στη γενιά του '30 έναν πρωτόγνωρο ρεαλιστικό λυρισμό. Αν και ο πρόωρος θάνατος του το 1941 δεν του επιτρέπει να συνεχίσει την λογοτεχνική του πορεία, το ι

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

Image
Οπισθόφυλλο από τη συλλογή 3 κλικ αριστερά Η μοναξιά... δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια της συννεφένιας γκόμενας. Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών και στα παγωμένα μουσεία. Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα. Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς κι ασορτί εσώρουχα. Η μοναξιά. Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά και μετριέται πιάτο-πιάτο μαζί με τα κομμάτια τους στον πάτο του φωταγωγού. Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά Κάτω από όλους τους καιρούς με ιδρωμένο κεφάλι. Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄αλυσίδες τα τζάμια κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα

Αναμονή

Image
Σε βρίσκω συχνά να περιπλανιέσαι σε άδειους δρόμους˙ αναπνέω τη μυρωδιά απ’ τα μαλλιά σου στα φύλλα εκείνης της ιτιάς Ξυπνάω το πρωί και έρχεται το πρώτο φως σα σκέψη από τα μάτια σου, σα κλάμα από την αναμονή σου Περπατώ στα τραχιά περάσματα της πέτρας, γράφω τα πάθη ενός θεού κι ενός ανθρώπου γιατί η απόσταση πληγώνει ο χρόνος γίνεται εχθρός και χάνομαι χωρίς να μπορώ να θυμηθώ τη γεύση του φιλιού σου Πίνακας: Weeping Willow by Claude Monet

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

Ο στρατιώτης ποιητής

Image
Δεν έχω γράψει ποιήματα μέσα σε κρότους μέσα σε κρότους κύλησε η ζωή μου Τη μιαν ημέρα έτρεμα την άλλην ανατρίχιαζα μέσα στο φόβο μέσα στο φόβο πέρασε η ζωή μου Δεν έχω γράψει ποιήματα δεν έχω γράψει ποιήματα μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνω (από τη συλλογή Τα Φάσματα ή η Χαρά Στον άλλο Δρόμο) Φωτογραφία: Poet's Walκ by Henri Silberman

CESARE PAVESE

Verra la morte e avra i tuoi occhi

Image
(Θα ’ρθει ο θάνατος και θα ’χει τα μάτια σου) Μετάφραση: Γιάννης Π. Παππάς [..]Έρχεσαι πάντοτε από τη θάλασσα κι’ έχεις φωνή πνιχτή και μάτια μυστικά όπως το νερό που τρέχει ανάμεσα στα βάτα το μέτωπο σου χαμηλωμένο, όπως ο συννεφιασμένος ουρανός. Κάθε φορά ξαναζείς σαν ένα πράγμα αρχαίο, πρωτόγονο, που η καρδιά το ήξερε ήδη και το’ σφιξε μέσα της. Κάθε φορά είναι ένα ξερίζωμα Κάθε φορά είναι ο θάνατος Εμείς αγωνιστήκαμε πάντοτε. Αυτός που καταλήγει στην σύγκρουση γεύθηκε το θάνατο και τον κουβαλάει στο αίμα του. Σαν καλοί εχθροί που δεν μισούνται πλέον Έχουμε την ίδια φωνή ,τον ίδιο πόνο και ζούμε αντικριστά κάτω από τον φτωχό ουρανό. Μεταξύ μας όχι παγίδες όχι ανώφελα πράγματα. θα πολεμάμε πάντα. πολεμάμε ακόμη θα πολεμάμε πάντα γιατί γυρεύουμε τον ύπνο του θανάτου αγκαλιασμένοι και έχουμε πνιχτή φωνή μέτωπο χαμηλό και άγριο και τον ίδιο ουρανό. Φτιαχτήκαμε γι’ αυτό. Αν εσύ ή εγώ υποκύπτουμε στη σύγκρουση ακολουθεί μια νύχτα μεγάλη που δεν είναι ειρήνη ή ανακωχή και δεν είναι θάνατος

Μας έπνιξε και μας ανέστησε

Image
Η βροχή ήρθε και πάλι χτυπά επίμονα πάνω σε δρόμους και πεζοδρόμια καρφώνει ένα καρφί σε κάθε πτώση στύβει μιαν αυτοκτονία πάνω στην τσίγκινη επιφάνεια με τις απλωμένες ματαιοδοξίες Η βροχή για την οποία μιλώ η βροχή που δεν υπολογίζει λιακάδες και κήπους με υακίνθους εκείνη που σε χτυπά αλύπητα με τις σταγόνες της εκείνη που σου σκαρώνει αμέσως την πιο μοναχική γωνιά να ταξιδέψεις στα νερά της με τις τρύπιες βάρκες σου καρφώνεται στα μάτια σου σα βέλος σε παρασέρνει στο χορό της Πριν καν το καταλάβεις αρχίζεις να βρέχεις κι εσύ μαζί της βρέχεις στους πόρους του δέρματος σου βρέχεις στα μάγουλα σου βρέχεις στo παντελόνι σου βρέχεις για τη βροχή Τα βράδια χτυπάει το παράθυρο μου περιμένει εκεί υγρή γυμνή γυναίκα να της ανοίξω πέφτει κάτω και σπάει, οι σάρκες της απλώνονται γίνονται ένα περνάνε στην απέραντη σιωπή ενός χάους που λιμνιάζει Δε τη φοβάμαι τη βροχή ποια δικαιολογία μου απέμεινε άλλωστε για να περιφέρομαι με βρεγμένα μάγουλα με βρεγμένα παντελόνια στον κόσμο της στεγνής υποκρ

Πράσινη συγχορδία

Image
Η βροχή στο χώμα μυρίζει νοσταλγία... Οι ανθισμένοι καρποί βαραίνουνε στις τελευταίες στάλες μιας δακρυσμένης Κυριακής και εγώ ταξιδευτής ονείρου-φαντασίας ποτίζω τη συνείδησή μου με περιττή υγρασία Το φεγγάρι βάφεται στα χρώματα της σιωπής μια κίτρινη ωχρή μελαγχολία κι η συγχορδία αυτή με αγκιστρώνει σα μια συνομιλία μεταξύ ουρανού και γης Ξέρεις τι χρώμα έχει η σιωπή; -ρωτάω- κι η απάντηση ζωγραφίζεται μέσα μου τόσο γαλήνια που όλη η πλάση κλείνεται σε ένα κουτάκι άνοιξης να το κρατάω μυστικά στην τσέπη μου, για φυλαχτό...

Αποσύνθεση

Image
Η λάσπη κατατρώει τα ξερά φύλλα μιας ανακυκλούμενης παρωδίας, ξανά και ξανά το φεγγάρι γεμίζει στην λάμψη των ματιών και ένας άλλος πλανήτης γιγαντώνεται πάνω απ’ το κεφάλι μου Πνιγμένος στην ίδια μου την αναπνοή, το τώρα χάνει κάθε προσανατολισμό του Η όραση στα μάτια γεύεται την αποτυχία της συνείδησης και το σώμα – έρμαιο του χώρου – επιστρέφει στην πεπαλαιωμένη κατάσταση μιας προπατορικής παρανόησης Τα μήλα της απόγνωσης μυρίζουνε φωτιά και η γεύση στο στόμα καίγεται στους καταρράκτες μιας πλεονάζουσας, πλέον, διηρημένης ασυνέχειας

Ιριδίζουσες γραμμές

Image
Θέλω και πάλι να σε δω, στα δυο σου μάτια να κοιτάξω˙ να αντικρίσω τις ιριδίζουσες γραμμές και στα κυματιστά νερά να ατενίσω το βάθος μιας θάλασσας και να χαθώ στον αέρα της δική σου πλεύσης Θέλω να νιώσω το άγγιγμα σου, να μπλεχτώ ανάμεσα στα στήθη σου, να πλέξω στα μαλλιά σου μια αναζήτηση, και να χαράξω δυο κόκκινα φιλιά στα χείλη σου Έτσι μαζί σου θέλω να ‘μαι˙ απλός εξερευνητής της πρώτης και ανεξέλικτης ανάγκης των σωμάτων. Πάνω στους πόρους του δέρματος σου να κολλήσω, σα στόματα αδηφάγα να ρουφίξουνε κάθε κομμάτι σώματος, κάθε δροσιά ζωής˙ να ασφυκτιώ και πάλι σε ένα σύμπλεγμα σάρκας και να αναζητώ σαν πνιγμένος τη στερνή ανάσα σου Αποκαμωμένος θα ξαπλώσω ανάμεσα στα χέρια σου, αφού θα έχω αδειάσει μέσα σου ένα κομμάτι της ψυχής μου, μεταμορφωμένο στην ίδια μου την ύπαρξη, στο υλικό απόσταγμα της ανάγκης να σου πω σ’αγαπώ

Αυτοκριτική

Image
Πιάνομαι εύκολα από ανούσιες αλήθειες Όσο κι αν πιστεύω το αντίθετο η αποδοχή θα είναι πάντα το ύστατο αγαθό που σαν εξιλαστήριο θύμα αναζητώ Κι όλα αυτά που μισήσαμε μα ακόμα κυνηγάμε είναι φωτιά που καίει τα φτερά μας είναι μια μαύρη τρύπα που σκοτεινή κι αθόρυβη ρουφάει κάθε συμπαντική αλήθεια που μας έθρεψε Έχω τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι δεν αυταπατώμαι σε μια εποχή που ο βαυκαλισμός είναι πιο δημοφιλής κι απ’τον αυνανισμό

Χρόνος

Image
Χρόνος αρρώστιας τροχός στο παλτό μου Χρόνος προσδόκιμος αδόκιμος πόνος καρτέρι και μνήμες χαράσσουν τον νου γδαρμένος επίδεσμος λεπτού πυρετού Χρόνος μιζέριας εκκρεμές που κρεμάει Χρόνος σακάτης στην καρδιά μου χτυπάει δρόμος κραυγές πρόσωπα ξένα πόδια που τρέχουνε κεφάλια σκυμμένα Χρόνος λιωμένος πινέλα λευκά Χρόνος ζωσμένος καρφιά και γυαλιά Χρόνος ως πότε Χρόνος για πάντα -στάσου για λίγο -βιάσου περπάτα Χρόνος χαμένος μου λες δεν σου φτάνει Χρόνος γεμάτος μικρές παραστάσεις απώλειες χέρια ανάβουν φωτιές μικρές προσευχές Παλάτια στο τέλμα πλημμύρες βουρκώνουν μάτια στο χρόνο ξανά πώς ματώνουν Χρόνος που φεύγει για ‘σένα Χρόνος που μένει για ‘μένα

Ανασκευή

Αγωνίζομαι ακόμα να κατανοήσω την οντότητα μου να διυλίσω την ασφυκτικά περιορισμένη φαντασία μου, φυλακισμένη στα ανθρώπινα μέτρα Να χωροθετήσω την ύπαρξη μου σε χρονικές στιγμές ασυνεχείς και κατακερματισμένες Στην ανάσα τους συσσωρεύεται μια μνήμη που συνθέτει εικόνες περασμένες σε συνεχή αποσύνθεση Τις αναδημιουργώ σαν τρίτος παρατηρητής όλα έγιναν ερήμην μου και η συμμετοχή μου περιορίζεται στην απλή εξιστόρηση Δεν έδρασα εγώ αλλά ένα πρόσωπο που υπήρξε για ένα απειροελάχιστο τμήμα χρόνου Μέχρι να αναλωθεί εκείνη η στιγμιαία σύνθεση εύσαρκης βιολογικής υπόστασης μέχρι να αναδομηθεί η σκέψη που συνθέτει τη συνείδηση μου Η γλώσσα μου μια στείρα επανάληψη του πρώτου ουρλιαχτού ενός πρωτόπλαστου Μια ανεμοδαρμένη ξύλινη ντουλάπα παραδομένη στην υγρασία ενός δακρυσμένου ουρανού αρχέγονη κληρονομιά κυοφορεί κάθε αναπόληση και αναμονή μου κάθε τι οριστικά χαμένο σε χρόνο αόριστο και σκουριασμένο Γλώσσα που τρίζει σα βραδύγλωσσο τριζόνι και σε εκνευρίζει ανασύρει κίβδηλους ήχους που γρα